- διεξελθόντος
- διεξέρχομαιgo throughaor part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξυβρίζω — και ξεβρίζω (AM ἐξυβρίζω) χρησιμοποιώ προσβλητικές ή υβριστικές φράσεις ή ενέργειες εναντίον κάποιου μσν. νεοελλ. ατιμάζω, ντροπιάζω αρχ. 1. γίνομαι αυθάδης, αποθρασύνομαι («χρόνου δέ ού πολλού διεξελθόντος αύτίκα οί Μινύαι εξύβρισαν», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek